- ἀποκριθεῖσα
- ответившая
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἀποκριθεῖσα — ἀποκρῐθεῖσα , ἀποκρίνω set apart aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)